ρωννυω

ρωννυω
    ῥωννύω
    Plat. (только praes.) = ῥώννυμι См. ρωννυμι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ρωννυω" в других словарях:

  • ῥωννύω — ῥώννυμι strengthen pres subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρώννυμι — και ῥωννύω ΜΑ 1. παρέχω δύναμη, ισχύ, δυναμώνω, ενισχύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρωμένος, η, ον ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης αρχ. 1. έχω καλή υγεία, υγιαίνω 2. (το β εν. και το β πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. παρακμ.) ἔρρωσο και ἔρρωσθε… …   Dictionary of Greek

  • возмогаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. инф. . усиливаюсь, укрепляюсь; оправляюсь,… …   Словарь церковнославянского языка

  • καταδηνύω — και καταδήω (Α) δένω με μαγικούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηνύω, μεταπλασμένος τ. τού δίδημι «δένω» κατά τα ρ. σε (ν)ύω (πρβλ. ζεύγνυμι: ζευγνύω, ρώννυμι: ρωννύω), που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ. (πρβλ. και κατα δίδημι)] …   Dictionary of Greek

  • ՈՒԺԳՆԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c ն. τονόω intendo, firmo ῤώννυω roboro. Զօրացուցանել. սաստկացուցանել. ամրացուցանել. ձկտել. ուժովցընել, սաստկացնել. *Յորժամ յարձակումն այնր՝ որ բարբառին, առ ձայնն ոլորեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»